- λιγύπνοος
- λιγύ-πνοος, laut wehend, pfeifend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λιγύπνοος — λιγύπνοος, οον και ους, ουν (Α) βλ. λιγύπνοιος … Dictionary of Greek
λιγύπνοον — λιγύπνοος masc/fem acc sg λιγύπνοος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγύπνοιος — και λιγύπνοος, οον και λιγύπνους, ουν (Α) (για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + πνοιος / πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δί πνοιος / θεό πνους] … Dictionary of Greek